- αλοιφωτός
- -ή, -όαλοιφάτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλοιφώνω.ΠΑΡ. αλοίφωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλοίφωτος — η, ο αυτός που δεν έχει επιχρισθεί, αλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. επίθ. αλοιφωτός με αναβιβασμό τού τόνου, που προσδίδει στο αρκτικό α στερητική σημασία] … Dictionary of Greek
αλοιφώνω — [Α ἀλοιφῶ ( άω)] νεοελλ. 1. αλείφω την εσωτερική επιφάνεια πήλινου αγγείου με χημικό μίγμα για έμφραξη των πόρων του 2. βυθίζω σωλήνες ή παρόμοιο αντικείμενο μέσα σε διάλυση που περιέχει μόλυβδο αρχ. αλείφω, επιχρίω με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιφή … Dictionary of Greek